ζούφιασμα

ζούφιασμα
το [ζουφιάζω]
το αποτέλεσμα τού ζουφιάζω, ζουφάδα, ατροφικότητα, ισχνότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζόφιασμα — το [ζοφιάζω] το αποτέλεσμα τού ζοφιάζω, το ζούφιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”